-
1 καρτερέω
A to be steadfast, patient, S.Ph. 1274, Men.Sam. 112, etc.; , cf. Th.7.64;κ. μάχῃ E.Heracl. 837
;κ. ἐλπίδι τινός Th.2.44
: freq. with a Prep., κ. πρός τι to hold up against a thing, e.g.πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Pl.R. 556c
;πρὸς λιμὸν καὶ ῥῖγος X.Cyr.2.3.13
;ἐπὶ τοῖς παροῦσι Isoc.6.48
, cf. Pl. La. 194a; κ. ἐν ταῖς ἡδοναῖς to be patient or temperate in.., Id.Lg. 635c; ; κ. ἀπὸ τοῦ ὕπνου refrain therefrom, Ael.NA13.13: c. part., persevere in doing, ;κ. ἀναλίσκων ἀργύριον φρονίμως Pl.La. 192e
;ἀκούων Aeschin.3.241
;κ. ἐν ἐπιτηδεύμασιν Isoc.2.32
; also τὰ δείν' ἐκαρτέρουν was strangely obdurate or obstinate, S.Aj. 650: in later Prose meaning little more than wait, καρτέρει καὶ θεώρει wait and see, LXX 2 Ma.7.17;οὐ κ. μέχρι θαλάμων ἐλθεῖν S.E.M.1.291
.II c. acc. rei, bear patiently, endure, ;κ. θεοῦ δόσιν Id.Alc. 1071
;τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα X.Mem.1.6.7
;τὸν τῶν ὑπεροπτικῶν ὄγκον Isoc.1.30
;πολλὴν κακοπάθειαν Arist.Pol. 1278b27
:—[voice] Pass., κεκαρτέρηται τἀμά my time for patience is over, E.Hipp. 1457.--In Hsch., οὐ καρτεριάδδει· οὐ φρόνιμος εἶ, should prob. be οὐ καρτερίδδει ([dialect] Lacon. for καρτερίζει).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρτερέω
См. также в других словарях:
καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… … Dictionary of Greek